κρυφιοπνευστί

κρυφιοπνευστί
κρυφιοπνευστί (Μ)
επίρρ. με συγκρατημένη αναπνοή, κρατώντας την ανάσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *κρυφιόπνευστος + επιρρμ. κατάλ. -τι (πρβλ. απνευσ-τί, ασκαρδαμυκ-τί)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”